βελτιωτικός

βελτιωτικός
iyileştiren, geliştiren

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βελτιωτικός — ή, ό (AM βελτιωτικός, ή, όν) [βελτιώ] αυτός που καθιστά κάποιον ή κάτι καλύτερο …   Dictionary of Greek

  • βελτιωτικός — ή, ό αυτός που συντελεί στην καλυτέρευση, στη βελτίωση: Σήμερα χρησιμοποιούνται πολλά βελτιωτικά τροφίμων, που στην πραγματικότητα είναι βλαβερά για την υγεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”